.

.
Ολόκληρο το κείμενο...
Σε αντίθεση με τον μεθοδολογικό και φαινομενολογικό ατομισμό, που αναζητούν την αιτιότητα στο άτομο και τη συνείδησή του, και τον ακραίο δομισμό που επικαλείται νομοτελειακές, συστημικές προδιαθέσεις και νόμους κίνησης (συχνά ανθρωπομορφικής υφής), η σχεσιακή ανάλυση εκκινεί από κοινωνικές σχέσεις και ανταλλαγές αναζητώντας την επεξήγηση (τις ανεξάρτητες μεταβλητές της) στη σφαίρα της διάδρασης και της αλληλεπίδρασης. Το άρθρο αυτό χρησιμοποιεί μια τέτοια σχεσιακή προσέγγιση για τη διερεύνηση του παρακάτω ερωτήματος: Δεδομένου ότι το ελληνικό εργατικό κίνημα υπήρξε οργανωτικά αδύναμο καθ’ όλη τη διάρκεια της μεσοπολεμικής περιόδου, γιατί το κράτος υπήρξε τόσο αποφασιστικό στην καταστολή του;
Το κείμενο ξεκινά με μια σύντομη περιγραφή του θεσμικού περιβάλλοντος λειτουργίας του διεκδικητικού κινήματος (αυτό που στη βιβλιογραφία των κοινωνικών κινημάτων αποκαλείται «δομή των πολιτικών ευκαιριών»). Στη συνέχεια επιχειρεί να αιτιολογήσει την πορείας και τη δυναμικής της κρατικής καταστολής υπό το φως χαρακτηριστικών του εργατικού κινήματος, και καταλήγει με μια προσπάθεια ποσοτικής μέτρησης -και εκ του σύνεγγυς ερμηνεία της λογικής- της φυσικής βίας που ασκήθηκε. Επιγραμματικά, ο στόχος του κειμένου είναι να καταδείξει τόσο τις σχεσιακές πηγές των κατασταλτικών εμμονών του μεσοπολεμικού κράτους όσο και την επίδραση αυτής της κατασταλτικότητας στην πολιτική και οργανωτική ιδιοσυστασία του διεκδικητικού κινήματος.

Το Θεσμικό περιβάλλον: Το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου τα εργατικά κινήματα αναφύονται και διαβιούν (ο πολιτικός-νομικός χώρος τους) μπορεί να αναλυθεί σε δυο διακριτές, αν και μεταξύ τους συναφείς, περιοχές του αστικού δικαίου. Η πρώτη, ή αμιγώς συνδικαλιστική περιοχή, περιλαμβάνει νομοθεσία που ρυθμίζει και κανοναρχεί την υπόσταση και λειτουργία των σωματείων με τη στενή έννοια. Όμως οι κανόνες που προσδιορίζονται σ’ αυτού του είδους την ειδική νομοθεσία υπάγονται σε μια, νομικά πολύ ευρύτερη, σφαίρα ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων που άπτεται της ίδιας της ιδιότητας του πολίτη. Η επίδραση της δεύτερης περιοχής στις αμέσως συνδικαλιστικές δράσεις είναι λιγότερο προφανής, όχι όμως και λιγότερο καθοριστική. Στην πραγματικότητα είναι η ευρύτερη σφαίρα που σημασιοδοτεί και καθορίζει το περιεχόμενο της συνδικαλιστικής νομοθεσίας. Λ.χ., ένα πολιτικό περιβάλλον που περιορίζει συστηματικά την ελευθερία έκφρασης καθιστά μια τύποις φιλελεύθερη συνδικαλιστική νομοθεσία (που κυρώνει και προστατεύει τα δικαιώματα του συνέρχεσθαι του συνδικαλίζεσθαι κλπ) γράμμα κενό. Για να έχουμε, συνεπώς, μια -κατά το δυνατόν- σφαιρική κατανόηση του πολιτικο-θεσμικού περιβάλλοντος απαιτείται να διερευνήσουμε αμφότερες τις σφαίρες, τόσο τη συνδικαλιστική όσο και την πολιτική.
Σε ο,τι αφορά την πρώτη, το στοιχείο που εντυπωσιάζει το μελετητή της Έλληνκής περίπτωσης είναι ο παλινδρομικός χαρακτήρας των εξελίξεων: μια πορεία όχι από την απαγόρευση στην ανοχή στη νομιμοποίηση (που, γενικά μιλώντας, ίσχυσε στη δυτική Ευρώπη), αλλά από την απαγόρευση (της περιόδου 1870-1914), στην ανοχή (της πρώτης φάσης της Βενιζελικής διακυβέρνησης), στην κατασταλτική χειραγώγηση (ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1920).
Αναφορικά με το ευρύτερο πολιτικό περιβάλλον, αυτό που αναδεικνύεται ως κρίσιμο είναι το σταθερό και σταδιακά διευρυνόμενο έλλειμμα δημοκρατίας. Το πρώτο ρήγμα στη μεσοπολεμική συνταγματική νομιμότητα συντελέστηκε ήδη το Σεπτέμβριο του 1922, όταν η Επαναστατική Κυβέρνηση Πλαστήρα επέβαλε το στρατιωτικό νόμο όχι για να διεξαγάγει πόλεμο εναντίον ξένης δύναμης (όπως προέβλεπε η σχετική διάταξη), αλλά για να ελέγξει την αντιπολίτευση. Ταυτόχρονα το κράτος χρησιμοποίησε τις έκτακτες εξουσίες για να καταστείλει τις ιδιαίτερα συγκρουσιακές απεργίες που ξέσπασαν στην περιοχή της πρωτεύουσας (και σε άλλα αστικά κέντρα) τον Αύγουστο του 1923. Με την εγκαθίδρυσή της το 1924 η Β’ Δημοκρατία προχώρησε σε αναθεώρηση του συντάγματος του 1911, θεωρητικά προς πιο φιλελεύθερη κατεύθυνση. Όμως οι αρχικές νομοθετικές πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν βρισκόταν σε χτυπητή αναντιστοιχία με κεντρικές φιλελεύθερες αρχές. Λ.χ., νομοθετικά διατάγματα που ψηφίστηκαν τον Απρίλιο του 1924 καθιέρωσαν την έννοια των «εγκλημάτων γνώμης» και ίδρυσαν τις περίφημες Επιτροπές Δημοσίας Ασφαλείας με αρμοδιότητες εξαιρετικής ευρύτητας αλλά και αυθαιρεσίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο στρατηγός Πάγκαλος εγκαθίδρυσε τη βραχύβια δικτατορία του τον Ιανουάριο του 1926 ακριβώς πάνω σ’ αυτή τη νομική βάση. Οι Επιτροπές Ασφαλείας είχαν αρμοδιότητα να συλλαμβάνουν και να εκτοπίζουν χωρίς δίκη άτομα «ύποπτα διαπράξεως...πράξεων αντικειμένων ες την δημοσίαν τάξιν, ησυχίαν και ασφάλειαν της χώρας». Πρόκειται για νομοθεσία που έμελλε να αποδειχτεί μακροβιότερη όχι μόνο της Β’ Δημοκρατίας, αλλά και του ελληνικού πολιτικού συστήματος κατά των τριών πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών (ο νομικός της πυρήνας παρέμεινε σε ισχύ μέχρι την τελευταία μεταπολίτευση).
Όμως και αυτό το ακραίο ρήγμα της φιλελεύθερης συνταγματικής νομιμότητας φαντάζει αθώο μπροστά στις επιπτώσεις του Νόμου «περί μέτρων προστασίας του κοινωνικού καθεστώτος» του 1929 (του γνωστού Ιδιώνυμου), που σε, τελική ανάλυση, ποινικοποιούσε ιδέες και κινηματικές προθέσεις (και όχι μόνο πράξεις). Σ’ αυτό το πολιτικό περιβάλλον οι όποιες συνδικαλιστικές ελευθερίες δεν είχαν ακόμα αρθεί τυπικά καταντούσαν ολοένα και περισσότερο κενές περιεχομένου. Ως αποτέλεσμα, και όπως συνέβη και αλλού στον Ευρωπαϊκό Νότο, η άποψη ότι η υπεράσπιση των συνδικαλιστικών ελευθεριών προϋπέθετε την διεκδίκηση ευρύτερων πολιτικών ελευθεριών άρχισε να εγγράφεται στον πυρήνα του κινηματικού λόγου.
Το κείμενο υποστηρίζει πως αυτή η ειδική αλληλεπίδραση βοηθά σημαντικά στην επεξήγηση της έντονης πολιτικοποίησης του ελληνικού εργατικού κινήματος -μια πολιτικοποίηση που κατά άκρως ειρωνικό τρόπο οι κοινωνικές και πολιτικές ελίτ προσπαθούσαν να αποτρέψουν. Αν είναι όμως έτσι, το ερώτημα γίνεται Πόθεν και Γιατί αυτές οι κατασταλτικές εμμονές;

Γιατί καταστολή; _Οι περισσότεροι μελετητές φαίνεται να συγκλίνουν στην άποψη ότι η περιοριστική νομοθεσία του μεσοπολέμου δεν ήταν παρά μια αλυσιτελής υπερβολή -προϊόν ανεπίγνωστου πανικού που κατέλαβε τους κρατικούς αξιωματούχους μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής επανάστασης (ειδικά στο πλαίσιο του ιδεολογικού κενού που επέφερε η κατάρρευση του Μεγαλοϊδεατικού αλυτρωτισμού τον Αύγουστο του 1922). Επρόκειτο για υπερβολή η οποία όχι μόνο δεν χρειαζόταν, αλλά και επέτεινε το πρόβλημα που επιχειρούσε να αντιμετωπίσει (αφού εν τέλει έτεινε να ριζοσπαστικοποιήσει το εργατικό κίνημα). Πρόκειται για γενικά εύλογη άποψη, όμως τις παρυφές της αναφύονται προβληματικές ερμηνείες τις οποίες το άρθρο επιχειρεί να ανασκευάσει.
Το ότι οι ελληνικές ελίτ έπαιρναν τις αποφάσεις τους υπό συνθήκες πίεσης, και ότι το εργατικό κίνημα ριζοσπαστικοποιήθηκε ως αποτέλεσμα της κατασταλτικής αμετροέπειας είναι αμφότερα αναμφισβήτητα. Άλλο όμως αυτό, και άλλο το να υπονοείται πως η καταστολή ήταν απλή σκιαμαχία. Το άρθρο υποστηρίζει πως αυτή η «εύκολη» υποτίμηση αδικεί τόσο την ιδιοσυστασία του μεσοπολεμικού εργατικού κινήματος όσο και την κρίση των κρατικών αξιωματούχων που ήταν επιφορτισμένοι με το περίφημο καθήκον της διατήρησης της «καθεστηκυίας τάξεως». Γιατί, ενώ το ελληνικό εργατικό κίνημα, προφανώς υστερούσε πολιτικά και οργανωτικά σε σχέση με αντίστοιχα κινήματα της δυτικής Ευρώπης, χαρακτηριζόταν ωστόσο από μια απρόβλεπτη συγκρουσιακή εκρηκτικότητα που έκανε τη δουλειά των κατασταλτικών φορέων ταυτόχρονα πιο δύσκολη και πιο επικίνδυνη. Σε αντίθεση με την εμπειρία άλλων νοτιοευρωπαϊκών χωρών (Ισπανία, Ιταλία) στην Ελλάδα του μεσοπολέμου δεν είχαμε ούτε επανάσταση ούτε επαναστατική κατάσταση. Όμως αυτό οι κρατικοί αξιωματούχοι δεν μπορούσαν να το γνωρίζουν εκ των προτέρων.
Η κρατική κατσταλτικότητα και ο απηνής αντικομουνισμός δεν γίνονται εύκολα κατανοητά αν εκληφθούν ως αμυντικά εγχειρήματα. Η αποτίμηση όμως αλλάζει αν το κατασταλτικό εγχείρημα προσεγγιστεί ως επιθετικό και αποτρεπτικό - αποσκοπώντας στη διαμόρφωση μιας αντίξοης και περιοριστικής δομής πολιτικών ευκαιριών και ενός υψηλού κόστους συμμετοχής στις κινηματικές δραστηριότητες. Το άρθρο καταθέτει πρωτογενές αρχειακό (κυρίως Βρετανικές διπλωματικές αναφορές από το PRO/FO) και άλλο υλικό για να υποστηρίξει ότι η κατασταλτική πρακτική του μεσοπολεμικού κράτους όχι μόνο δεν συνιστούσε ανόητη ή επιπόλαιη αντίδραση, αλλά αποτελούσε προϊόν προσεκτικού και μακροχρόνιου στρατηγικού σχεδιασμού. Στο βαθμό, μάλιστα που επέτυχε χειραγώγηση και τιθάσευση της κινηματικής δυναμικής, υπήρξε ταυτόχρονα και αποτελεσματική.

Πόση καταστολή; _Το άρθρο προσεγγίζει την πραγματικότητα αυτή εκ του σύνεγγυς, μέσα από την ποσοτική αποτίμηση της κρατικής καταστολής. Η προσεκτική διερεύνηση της κατασταλτικής αυξομείωσης επιτρέπει την εξαγωγή κρίσιμων συμπεράσματα για τη βασική λογική της καταστολής και τους παράγοντας που εξηγούν τις μορφές που έτεινε να πάρει.
Η ένταση με την οποία το εργατικό κίνημα μπήκε στη μεσοπολεμική περίοδο βρήκε το Βενιζελικό κράτος απροετοίμαστο. Για να αντιμετωπίσουν το συγκρουσιακό κύκλο που ξέσπασε μετά το 1923, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί προσέφυγαν στη χρήση ωμής βίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την πενταετία 1923-1927 η μέση κατασταλτική ένταση υπερέβη το μεσοπολεμικό μέσο όρο  4 φορές. Μια απλή πολιτική καταπίεσης, όμως, δεν θα μπορούσε να παρατείνεται επ άπειρον. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 η κατασταλτική παρέμβαση αρχίζει να συμπληρώνεται με θεσμικές παρεμβάσεις και άλλες  , λιγότερο ορατές, μορφές καταστολής, όπως ο εργοδοτικός («κίτρινος») συνδικαλισμός και η σιωπηρή υποστήριξη πρωτο-φασιστικών ομάδων (όπως, πρώτα, της Μακεδονικής Νεολαίας του πρίγκιπα Νικόλαου, και στη συνέχεια των Ταγμάτων Κυνηγών (1924) του στρατηγού Κονδύλη). Το «κίτρινο» εγχείρημα μπήκε σε νέα φάση μετά το 1924, ενώ το 1926 η ηγεσία της ΓΣΕΕ κερδήθηκε από μια ετερόκλητη συμμαχία «κίτρινων» και ρεφορμιστών, στο 3ο Συνέδριο του Μαρτίου-Απριλίου.
Όμως ήδη το 1926-27 η αναδιοργάνωση του κατασταλτικού μηχανισμού (σε εξέλιξη από το 1918-19) άρχισε να φέρνει αποτελέσματα. Η χωροφυλακή έπαψε να αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ελλιπούς επάνδρωσης, ενώ η ΥΕΑ επέτυχε να ολοκληρώσει τη λειτουργία ενός δικτύου πληροφοριοδοτών σε όλα τα κέντρα εργατικών δράσεων. Αυτή η δομική ενίσχυση του κατασταλτικού μηχανισμού έγινε φανερή στην εντυπωσιακή αύξηση της κατασταλτικής συχνότητας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται στο άρθρο, το διάστημα 1927-1933, το μέσο ποσοστό κινητοποιήσεων που έγιναν στόχοι καταστολής ήταν υπερδιπλάσιο αυτού της περιόδου 1919-1926. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε 3 από τα 7 έτη μεταξύ 1927 και 1933 σχεδόν οι μισές κινητοποιήσεις δέχτηκαν αστυνομική επίθεση.
Θα περίμενε κανείς πως η αυξημένη δυνατότητα του κατασταλτικού μηχανισμού να αντιμετωπίζει το εργατικό κίνημα σε τόσο μεγάλο ποσοστό των κινητοποιήσεών του (συνδυαστικά με την αξιόπιστη πληροφόρηση που οι υπηρεσίες ασφαλείας είχαν τώρα στη διάθεσή τους), θα οδηγούσε σε περιορισμό της κατασταλτικής βιαιότητας . Όμως τέτοιος περιορισμός δεν παρατηρείται. Ενώ ο μέσος όρος της κατασταλτικής έντασης μεταξύ 1919 και 1926 ήταν 3.9, το 1927-33 έπεσε μόλις στο 3.8. Επιπλέον εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι ένα συντριπτικό 94% των τραυματισμών και 73% των δολοφονιών συνέβησαν μετά το 1927.
Τα στοιχεία αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα πως την περίοδο μετά το 1929 το κράτος επιχείρησε ένα «οριστικό ξεκαθάρισμα»: το δόσιμο ενός τελικού χτυπήματος που, όπως οι επικεφαλής της εγχειρήματος έλπιζαν, θα οδηγούσε σε οριστική συντριβή της οργανωμένης εργατικής διεκδικητικότητας. Αυτό εξηγεί και τον εξαιρετικά κατασταλτικό χαρακτήρα της νομοθεσίας του Ιδιώνυμου. Το γεγονός ότι το εγχείρημα απέτυχε έστρεψε στη συνέχεια (την τριετία 1933-36) τους υπεύθυνους πολιτικούς παράγοντες σε έναν συνδυασμό υψηλής κατασταλτικής συχνότητας και έντασης. Όμως αυτό ήταν ένα φάρμακο χειρότερο απ’ την αρρώστια: έχοντας ανανήψει από την οργανωτική ομφαλοσκόπηση της προηγούμενης περιόδου, το διεκδικητικό κίνημα απάντησε με μαχητικότητα που τη διετία 1935-36 έτεινε να προσλάβει τις διαστάσεις κοινωνικής έκρηξης. Μη έχοντας επιτύχει τη συντριβή του εργατικού κινήματος κατά την περίοδο 1928-32, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί αντιμετώπιζαν τώρα για το ενδεχόμενο «απώλειας του ελέγχου της κατάστασης». Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου αντιμετώπισε το στρατηγικό δίλημμα ως γόρδιο δεσμό: θέτοντας το εργατικό κίνημα εκτός νόμου.



Ελληνική απόδοση του άρθρου περιλαμβάνεται και στον υπό έκδοσή τόμο Πολιτική χωρίς αναγωγισμούς (Κεφάλαιο 3).